- ανεξέταστος
- η , ο [ος , ον ]1) непроверенный; неиспытанный; непроэкзаменованный; 2) нерассмотренный; неисследованный; 3) бесконтрольный; 4) юр. недопрошенный; 5) мед. неосмотренный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνεξέταστος — not searched out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξέταστος — η, ο (Α ἀνεξέταστος, ον) εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση νεοελλ. (Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή αρχ. αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε … Dictionary of Greek
ανεξέταστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν εξετάστηκε: Δύο μάρτυρες δικοί μας έμειναν ανεξέταστοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξετάστως — ἀνεξέταστος not searched out adverbial ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέταστον — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc sg ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξετάστοις — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξετάστου — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξετάστους — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξετάστων — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξετάστῳ — ἀνεξέταστος not searched out masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεξέταστα — ἀνεξέταστος not searched out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)